Τέλειωσε ο Ιούνης. Μη με ρωτήσεις πότε πρόλαβε κι έφτασε στο τέλος και ήρθε ο Ιούλιος. Δεν κατάλαβα.
Άλλοτε τέτοιες μέρες μετρούσα μπάνια. Τώρα μετρώ αποδείξεις για την εφορία, υποβάλω δηλώσεις, ακούω τη γκρίνια των γύρω μου και πολλά ακόμη που βαριέμαι να απαριθμήσω γιατί αν τα ακούσω από εμένα την ίδια δεν ξέρω αν θα αντέξω να συνεχίσω να έχω υπομονή.
Μεγάλωσα. Μου το λέει και ο καθρέφτης, αλλά κυρίως το λέω και μόνη μου. Το νιώθω.
Φέτος το νιώθω πιο έντονα από ποτέ. Θες επειδή οι καταστάσεις είναι πιο ζόρικες. Θες επειδή ένας χρόνος στην πλάτη είναι πάντα ένας χρόνος παραπάνω;
Δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο πως βλέπω παιδιά με σαγιονάρες και ψάθες να περιμένουν στη στάση ηλιοκαμένα και μου έρχεται να βάλω τα κλάματα.
Όχι γιατί πάνε για μπάνιο με τέτοια ζέστη. Αλλά γιατί εγώ δεν μπορώ να πάω σπίτι ακόμη και να πεθάνω στο κρεβάτι μου με ανοιχτό το κλιματιστικό σε πολικές θερμοκρασίες.
Γερνάω έτσι;
Πείτε το, μη ντρέπεστε. Μη φοβάστε, δε θα δαγκώσω. Κυρίως γιατί κι εγώ το νιώθω.
Μειώνονται οι αντοχές. Μειώνονται οι ανοχές. Ίσως βέβαια να φταίει κι αυτή η ριμάδα η ζέστη που σε κάνει να μην αντέχεις το πετσί σου.
Δε θέλω να φάω. Θέλω μόνο να πίνω συνέχεια παγωμένα νερά και λεμονάδες σε συνδυασμό με καφέδες για να αντέξω τα ξενύχτια και τις εξαντλητικές ώρες δουλειάς.
Και μια κούνια θέλω. Ναι καλά ακούσατε… μια κούνια θέλω.
Κάτω από ένα σκιερό δέντρο, μια κούνια με σκοινί, έτσι όπως μου την έφτιαχνε ο παππούς στο χωριό.
Να καθίσω πάνω της και να αρχίσω να ανεβαίνω. Να απλώνω τα πόδια και να μου δίνω ώθηση.
Να ανεμίζουν τα μαλλιά και το μυαλό να μη σκέφτεται τίποτα παραπάνω από το πως θα ακουμπήσει το πόδι το πιο ψηλό κλαδί.
Κουράστηκα να σκέφτομαι. Κουράστηκα να τρέχω. Κουράστηκα να απογοητεύομαι. Κουράστηκα να αγχώνομαι. Κουράστηκα όλοι να περιμένουν από εμένα…
Ένα καλοκαίρι παιδικό θέλω. Με τρεις μήνες ανάπαυλα από σχολεία και υποχρεώσεις, με ποδηλατάδες και ατέλειωτες βουτιές.
Ένα καλοκαίρι θέλω δίχως χρέη, άγχη και προβλήματα. Γίνεται;
“Δε γίνεται”, μου απαντά μια φωνούλα. Κι είναι η φωνή που μισώ, εκείνη που δε λέει ψέματα ποτέ, εκείνη που δεν το βουλώνει ποτέ κι ας κάνω ότι μπορώ να για σωπάσει.
“Μεγάλωσες” με κοροϊδεύει κι εγώ σκύβω το κεφάλι.
Γιατί έχει δίκιο που να πάρει. Μεγάλωσα. Κι όμως δεν έχω τίποτα τακτοποιημένο από όσα θα ήθελα παιδί.
Όλα στον αέρα, όλα στο κενό. Γαμημένες εποχές θα μου πεις. Βουλιάζουν όνειρα και ζωές.
Αλλά τι να το κάνεις, σε αυτές μας κλήρωσε να ζούμε.
Γι’αυτό φέρτε μου μια κούνια. Κι εγώ θα στριμωχτώ, θα ζαλιστώ αλλά θα την ανεβάσω και πάλι ψηλά.
Γιατί έτσι πρέπει κι ας μου λένε το αντίθετο.
Γιατί έτσι θέλω και ας μη με αφήνουν οι άλλοι.
Γιατί έτσι θέλω και εγώ όταν θέλω κάτι… έχω πείσμα και το πετυχαίνω. Όχι χωρίς κόπο, αλλά στο τέλος το πετυχαίνω. Γιατί έχω μάθει να μη το βάζω κάτω, να μην τα παρατάω. Γιατί; Γιατί έτσι θέλω ΕΓΩ.
Γι’αυτό φέρτε μου μια κούνια.
Θα την ανεβάσω ψηλά κι έτσι θα φτάσω πιο κοντά σε όλα αυτά που θέλω να πετύχω.
Ο Carl Sandburg είπε ότι «Υπάρχει ένας αετός μέσα μας που θέλει να πετάει ψηλά και υπάρχει και ένας ιπποπόταμος που θέλει να κυλιέται στη λάσπη»
Ε… λοιπόν σε εμένα υπερισχύει ο αετός… τι να κάνω;
Μια κούνια, λοιπόν και για όλα τα άλλα βλέπουμε.
Για όλα τα άλλα ελπίζουμε…
Γιατί τα «θέλω» μας δεν είναι αυτά που βλέπουμε, αλλά αυτά που φανταζόμαστε….
Πηγή http://www.newsitamea.gr με διασκευή
>>>>*****<<<<<
Προτεινόμενα άρθρα μας….