Η ιστορία του υπερόπτη ελέφαντα
Κάποτε λοιπόν, ένας ελέφαντας που ζούσε στην Αφρική, ξύπνησε ένα πρωί με την πεποίθηση ότι ήταν σε θέση να νικήσει όλα τα άλλα ζώα σε μονομαχίες, ένα τη φορά. Αναρωτήθηκε πώς δεν το ‘χε σκεφτεί ως τότε.
Μετά το πρόγευμα κάλεσε πρώτο το λιοντάρι. «Δεν είσαι παρά ο βασιλιάς των ζώων», μούγκρισε ο ελέφαντας, «ενώ εγώ είμαι εκτός συναγωνισμού», κι έκανε επίδειξη των προσόντων του ρίχνοντας νοκ άουτ το λιοντάρι εντός δεκαπέντε λεπτών, όλων των λαβών επιτρεπομένων.
Κατόπιν, τάκα τάκα και νουμεράδα, πάλεψε με τ’ αγριογούρουνο, με το βουβάλι, με το ρινόκερο, με τον ιπποπόταμο, με την καμηλοπάρδαλη, με τη ζέβρα, με τον αετό και το γύπα και τους νίκησε όλους.
Μετά απ´ αυτό ο ελέφαντας περνούσε τον περισσότερο καιρό του στο κρεβάτι τρώγοντας φιστίκια, ενώ τα υπόλοιπα ζώα, που τώρα ήταν σκλάβοι του, χτίζανε το μεγαλύτερο σπίτι που ‘χε ποτέ ζώο στον κόσμο. Είχε πέντε πατώματα, γερά φτιαγμένα από το καλύτερο ξύλο της Αφρικής.
Όταν τελείωσε, ο …Εκτός Συναγωνισμού εγκαταστάθηκε μέσα και δήλωσε ότι μπορούσε να συντρίψει οποιοδήποτε ζώο στον κόσμο. Προσκάλεσε όλους τους διεκδικητές να τον συναντήσουν στο υπόγειο του μεγαθηρίου, όπου είχε εγκαταστήσει επαγγελματικό ριγκ, δέκα φορές μεγαλύτερο από το κανονικό.
Πέρασαν κάμποσες μέρες κι ύστερα ο ελέφαντας πήρε ένα ανώνυμο γράμμα από κάποιον που αποδεχόταν την πρόσκλησή του. «Να ‘σαι στο υπόγειό σου αύριο το μεσημέρι στις τρεις», έλεγε το μήνυμα.
Στις τρεις λοιπόν την άλλη μέρα ο ελέφαντας κατέβηκε στο υπόγειο να συναντήσει το μυστηριώδη αντίπαλό του, αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί ή τουλάχιστον κανένας που μπορούσε να δει ο ελέφαντας. «Βγες έξω από κει πίσω, απ´ όπου και να ‘σαι από πίσω» βρυχήθηκε ο ελέφαντας. «Δεν είμαι πίσω από τίποτα» είπε μια φωνούλα.
Ο ελέφαντας άρχισε να διαλύει το υπόγειο, αναποδογυρίζοντας βαρέλια και κιβώτια, κοπανώντας το κεφάλι του στους σωλήνες της θερμάστρας, σείοντας το σπίτι συθέμελα, τον αντίπαλό του όμως δεν κατάφερε να τον βρει. Ύστερα από προσπάθειες καμιάς ώρας, ο ελέφαντας μούγκρισε ότι αυτή η υπόθεση «μύριζε», έκρυβε κάποια απάτη -πιθανότατα να ήταν στη μέση και εγγαστριμυθία- κι ότι δεν επρόκειτο να ξανακατέβει στο υπόγειο ποτέ.
«Έλα όμως που θα ξανακατέβεις», είπε η φωνούλα. «Θα ‘σαι εδώ αύριο στις τρεις και θα βρεθείς μάλιστα ανάσκελα». Το γέλιο του ελέφαντα τράνταξε το σπίτι. «Αυτό θα το δούμε», είπε.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι, ο ελέφαντας που κοιμότανε στον πέμπτο, ξύπνησε στις δυόμισι και κοίταξε το ρολόι πατούσας που ‘χε. «Κανένας που δεν μπορώ να δω δεν πρόκειται να με ξανακατεβάσει στο υπόγειο», μούγκρισε, και γύρισε από το άλλο πλευρό.
Ακριβώς στις τρεις το σπίτι άρχισε να κουνάει και να τρέμει, λες και το ‘παιζε σεισμός στα χέρια του. Κολόνες και δοκάρια λυγίσανε και σπάσανε σαν καλαμάκια, γιατί είχαν γεμίσει από χιλιάδες μικρές τρύπες. Ο πέμπτος όροφος υποχώρησε τελείως και γκρεμίστηκε πάνω στον τέταρτο, που ‘πεσε πάνω στον τρίτο, που ‘πεσε πάνω στο δεύτερο, που παρέσυρε τον πρώτο σαν να ‘τανε πάτος καλαθιού για κεράσια.
Ο ελέφαντας κουτρουβαλιάστηκε και βρέθηκε στο υπόγειο, έπεσε βαριά πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμά του κι έμεινε εκεί, ανάσκελα, αναίσθητος τελείως. Μια φωνούλα άρχισε να μετράει το νοκ άουτ. Με το δέκα, ο ελέφαντας συνήλθε, αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί. «Ποιο ζώο είσαι;» ρώτησε τη μυστηριώδη φωνή μ’ ένα τρέμουλο στον τόνο, αυτός που πρώτα απειλούσε τους πάντες και τα πάντα. «Είμαι ο τερμίτης», απάντησε η φωνή.
Τα υπόλοιπα ζώα, μετά από προσπάθειες και αγώνα μιας εβδομάδας, καταφέρανε τέλος να σηκώσουν τον ελέφαντα και να τον μεταφέρουν στη φυλακή. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του εκεί μέσα, με σπασμένο ηθικό και πλάτη.
Το επιμύθιο της ιστορίας, μας λέει ο Τζέημς Θέρμπερ, είναι ότι τις μάχες τις κερδίζουν καμιά φορά οι μικροί, γιατί όποιος είναι πιο βαρύς, πέφτει και πιο βαριά.
_________
Φελνίκος , απόσπασμα από το άρθρο:
πηγή matrix24.gr