Διαπραγματευτικές Ικανότητες…
Ο όρος “διαπραγμάτευση” είναι πολύ κοινός στις μέρες μας, αφού τον συναντάμε καθημερινά σχεδόν σε όλες μας τις δραστηριότητες. Παρά το γεγονός, ότι όλοι μας διαπραγματευόμαστε, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό ανάλογα με την περίσταση και το αντικείμενο του καθενός, έχω αντιληφθεί από την καθημερινή μου προσωπική και επαγγελαμτική επαφή με ανθρώπους όλων των κατηγοριών και των επαγγελμάτων, ότι ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τι πραγματικά σημαίνει ο όρος “διαπραγματεύση” και πως αυτή εφαρμόζεται αποτελεσματικά.
Το γεγονός αυτό, είναι απόλυτα φυσιολογικό και δικαιολογημένο διότι ελάχιστοι άνθρωποι διδάσκονται σωστά και με οργανωμένο τρόπο τις βασικές αρχές των διαπραγματεύσεων. Η συντριπτική πλειοψηφία τις εφαρμόζει εμπειρικά, χωρίς κανένα γνωστικο υπόβαθρο και χωρίς καμία εκπαίδευση, τόσο κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους σε ακαδημαϊκά ιδρύματα όσο και μέσα στις τις επιχειρήσεις στις οποίες προσλαμβάνονται για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Η έννοια της διαπραγμάτευσης είναι πολύ παλιά.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη “negotiari”, η οποία σημαίνει “να συνεχίζεις τη δουλειά”. Η λέξη negotiari προέρχεται από τις Λατινικές λέξεις “neg”, η οποία σημαίνει όχι, και “otium”, η οποία σημαίνει τεμπελιά. Άρα, αν βάλουμε μαζί τις δύο αυτές λέξεις έχουμε την έννοια της λέξεως διαπραγμάτευση η οποία είναι “όχι τεμπελιά”.
Προφανώς, για τους αρχαίους Ρωμαίους, οι διαπραγματεύσεις και το εμπόριο ήταν στενά συνδεδεμένες με τη σκληρή δουλειά.
Σήμερα, ύστερα από σχεδόν 2.000 χρόνια από την εποχή που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Ρώμη η λέξη διαπραγμάτευση, ανακαλύψαμε το γιατί οι Ρωμαίοι όριζαν τις διαπραγματεύσεις ως μη-τεμπελιά.
Όσον αφορά τους ορισμούς της έννοιας διαπραγμάτευση, αυτοί είναι πάρα πολλοί και διαφορετικοί. Παρόλα αυτά, ορισμένα στοιχεία είναι κοινά. Μια προσεκτική εξέταση των ορισμών, μπορεί να μας αποκαλύψει το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις πάντα περιλαμβάνουν:
(1) δύο ή και περισσότερα μέρη, ή στρατόπεδα, ή μεριές, ή επιχειρηματίες, ή επιχειρήσεις, ή οργανισμούς κ.λ.π.,
(2) με κοινά
(3) αλλά και αντικρουόμενα συμφέροντα, (
4) τα οποία (μέρη) ξεκινούν μία διαδικασία συζητήσεων, (5) με αντικειμενικό σκοπό την επίτευξη μιας συμφωνίας.
Άρα, διαπραγμάτευση ονομάζεται μία διαδικασία κατά την οποία δύο ή και περισσότερες πλευρές έρχονται σε επαφή για να συζητήσουν κοινά αλλά και αντικρουόμενα συμφέροντα με αντικειμενικό στόχο της επίτευξη μιας συμφωνίας, η οποία θα έχει θετικές προοπτικές για όλους τους συμμετέχοντες των διαπραγματεύσεων.
Αναφορικά με το που χρησιμοποιούνται οι διαπραγματευτικές μας ικανότητες, η γκάμα είναι τεράστια, τόσο ηλικιακά όσο και επαγγελματικά.
Ηλικιακά, η γκάμα ξεκινάει από από τα νηπιακά χρόνια του ανθρώπου (όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οι πρώτες «διαπραγματεύσεις» του κάθε ανθρώπου πραγματοποιούνται με τη μητέρα του κατά τη νηπιακή ηλικία όταν αυτή προσπαθεί να τον πείσει να φάει, να κάνει μπάνιο και να να κοιμηθεί!), συνεχίζεται στην προσχολική και σχολική του διαδρομή (όπου οι διαπραγματεύσεις γίνονται αυθόρμητα, ιδιαίτερα όταν πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια που το παιδί παίζει με φίλους/ες του), και φτάνει στο αποκορύφωμα κατά την ενηλικίωση (όπου πλέον οι διαπραγματεύσεις αποτελούν καθημερινό αντικείμενο, είτε στον επαγγελματικό στίβο, είτε στις απλές και συνηθισμένες συναλλαγές της προσωπικής μας ζωής π.χ. στη λαϊκή αγορά, στα μαγαζιά, στο τηλέφωνο, κ.α.).
Οι διαπραγματευτικές ικανότητες του κάθε εργαζόμενου, αποτελούν σημαντικό πλεονέκτημα και κοινό χαρακτηριστικό σχεδόν για όλα τα επαγγέλματα. Ουσιαστικά, αυτό που διαφέρει είναι το μέγεθος και ο βαθμός χρήσης τους ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στον κάθε τομέα. Με πιο απλά λόγια, αυτό που συμβαίνει είναι ότι υπάρχουν επαγγέλματα τα οποία απαιτούν χαμηλότερο βαθμό διαπραγματευτικών ικανοτήτων, όπως είναι για παράδειγμα εκείνα τα οποία δεν προϋποθέτουν άμεση επαφή με άλλους ανθρώπους (προγραμματιστές Η/Υ, σχεδιαστές μόδας, αρχιτέκτονες, τεχνικοί διαφόρων ειδικοτήτων, κ.α.), ενώ υπάρχουν άλλα τα οποία στηρίζονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στην υψηλή διαπραγματευτική ικανότητα των στελεχών που τα υπηρετούν, π.χ. πολιτικοί, έμποροι, πωλητές, διπλωμάτες, επιχειρηματίες, κ.α.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι ότι οι διαπραγματευτικές ικανότητες αποτελούν σημαντικό παράγοντα επιτυχίας τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική ζωή του κάθε ανθρώπου.
Αυτό σημαίνει, ότι η απόκτηση σωστών βάσεων και η συνεχής καλλιέργεια μέσα από τη θεωρία και την πράξη, θα πρέπει να αποτελούν σταθερούς και θεμελιώδεις στόχους για όλους εμάς που επιθυμούμε μια συναισθηματική, ψυχολογική και επαγγελματική ανέλιξη.
Πηγή: businesswoman.gr