Εγώ είμαι ένας άλλος (1)
Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε, για να βελτιώσουμε, τον εαυτό μας εστιάζουμε σε ό,τι αποτελεί αυτό που ονομάζουμε «εαυτός» ή «εγώ»:
- σκοποί,
- προθέσεις,
- τάσεις,
- επιθυμίες,
- θετικά ή
- αρνητικά στοιχεία κτλ.
Στη συνέχεια, όταν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θεωρήσουμε πως έχουμε φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, αρχίζουμε να αξιολογούμε τις σχέσεις μας με τους γύρω (συγγενείς, φίλους κτλ.).
Με άλλα λόγια, έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι αποτελούμε συμπαγή ύπαρξη, όπου δεν «χωράει» ο Άλλος, είτε πρόκειται για συγκεκριμένα πρόσωπα είτε όχι.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ο Άλλος δεν βρίσκεται έξω από εμάς, μόνο. Δεν είναι μονάχα ο συγγενής, ο φίλος, ο γνωστός, ο άγνωστος, ο οποιοσδήποτε συναντούμε οπουδήποτε κι αν πάμε. Η σχέση μας με τον Άλλον είναι πολύ βαθύτερη.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει πρώτα να διευκρινιστεί τι είναι ο Άλλος.
Όταν μιλάμε για «Άλλον», πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα, αναφερόμαστε σε
- οτιδήποτε δεν είναι «εγώ»,
- οτιδήποτε δηλαδή δεν το έχω αποφασίσει εγώ,
- δεν το έχω σκεφτεί εγώ,
- δεν το έχω αποδεχθεί συνειδητά,
αλλά αποτελεί μέρος των σκέψεών μου και επηρεάζει τις πράξεις μου. Έτσι, για παράδειγμα, ο Άλλος μέσα μου είναι εκείνη η «φωνή» που μου απαγορεύει να αρχίσω να χορεύω και να τραγουδάω στο δρόμο, επειδή δεν είναι καθώς πρέπει.
Η εσωτερική αυτή παρουσία του Άλλου δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας εκτροπής ψυχολογικής φύσεως. Δημιουργείται σχεδόν από την αρχή της εμφάνισής μας στον κόσμο και, τότε, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι κανόνες που ενσταλάζουν μέσα μας οι γονείς. Όλα όσα μας λένε, ό,τι μας εντυπωσιάζει, μας φοβίζει κ.ο.κ. εντυπώνεται μέσα μας και αποκτά το χαρακτήρα της «εσωτερικής φωνής» μας.
Επομένως, δεν υπάρχει η δυνατότητα να αποδεσμευτούμε από τον Άλλον. Αποτελεί συστατικό στοιχείο της ύπαρξής μας. Αυτό είναι φυσικό, αν λάβουμε υπόψη ότι είμαστε κοινωνικά όντα και για να ζήσουμε εκτός κοινωνίας θα πρέπει, όπως είχε παρατηρήσει ο Αριστοτέλης, να είμαστε είτε θηρία είτε θεοί. Έτσι, το να προσπαθούμε να «απαγκιστρωθούμε» από τον Άλλον είναι απλώς μια ψευδαίσθηση και είναι πιθανό να μας οδηγήσει, έμμεσα, σε μεγαλύτερη εξάρτηση από Αυτόν.
Ποια λοιπόν είναι η προτιμότερη στάση μας απέναντι στον Άλλον, κυρίως σε αυτόν τον «σιωπηλό» Άλλο που κουβαλάμε μέσα μας;
Είναι ένας διαρκής «διάλογος». Από τη μια είναι οι θέσεις και οι απόψεις των άλλων, οι οποίες εμφανίζονται με τον πλέον απαιτητικό τρόπο, όταν πρόκειται να κάνουμε κάτι που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση προς αυτές. Από την άλλη, είναι οι δικές μας σκέψεις, επιθυμίες, στόχοι κτλ. που συγκρούονται με τις «ξένες» απαιτήσεις. Αυτά τα δύο «στρατόπεδα» συνδιαλέγονται ή και συγκρούονται, προκειμένου να βγει μια τελική απόφαση, η οποία και θα καθορίσει την πράξη μου.
Στο σημείο αυτό, όμως, χρειάζεται μια σημαντική διευκρίνιση, μιας και υπάρχουν φορές που θεωρούμε ότι έχουμε υποχωρήσει μπροστά στις απαιτήσεις του Άλλου και, ενώ π.χ. θέλαμε να βγούμε με τους φίλους μας, πηγαίνουμε τελικά σε μια βαρετή οικογενειακή συνάντηση. Έτσι, νομίζουμε ότι έχει νικήσει ο Άλλος και είναι πιθανό να νιώσουμε ακόμα και ταπεινωμένοι.
Ουσιαστικά, κάθε απόφαση που λαμβάνω αντανακλά δικές μου, και μόνο δικές μου, επιθυμίες. Ποτέ δεν αποφασίζω κάτι που δεν είναι «εγώ», που δεν είναι ο εαυτός μου, όσο παράξενο κι αν είναι, όσο αντίθετο κι αν, φαινομενικά, είναι με τα πιστεύω μου. Αν, δηλαδή, ακολουθήσω έναν κανόνα που μου έχει τεθεί από τον Άλλον (π.χ. να είμαι ευγενικός), τον ακολουθώ επειδή τον έχω κάνει δικό μου, τον έχω οικειοποιηθεί. Οπότε παύει να είναι του Άλλου. Η προέλευση δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι το τι τελικά υιοθετώ και τι απορρίπτω.
Όταν αποφασίζω να πράξω κάτι, πάντα αποφασίζω αυτό που θεωρώ ότι είναι καλύτερο ή προτιμότερο για εμένα. Συμβαίνει ορισμένες φορές, αυτό το «καλύτερο» ή «προτιμότερο» να μην είναι το άμεσο αντικείμενο του προβληματισμού μου.
Ας εξετάσουμε το παράδειγμα με τον προβληματισμό σχετικά με το να βγω με τους φίλους μου ή να πάω σε μια βαρετή συνάντηση.
Αν αποφασίσω να πάω στη συνάντηση, αυτό δεν σημαίνει ότι στην πραγματικότητα θα είναι λιγότερο βαρετή. Μπορεί μάλιστα να είναι περισσότερο βαρετή από ό,τι νομίζω. Πώς όμως αυτή η απόφαση εκφράζει το «καλύτερο» που θεωρώ ότι είναι για μένα τη συγκεκριμένη στιγμή; Αυτό συμβαίνει όχι με τον προβληματισμό σχετικά με τη συνάντηση καθαυτήν, αλλά με κάποια στοιχεία που την αφορούν. Για παράδειγμα, αν δεν πάω στην οικογενειακή συνάντηση, θα θεωρηθεί από τους συγγενείς μου ως κάτι το «απρεπές». Επομένως, το πραγματικό ζήτημα είναι αν θέλω ή όχι να κάνω αυτή την απρέπεια. Αν λοιπόν αποφασίσω να πάω στη βαρετή συνάντηση, τότε δεν έχω αποφασίσει κάτι ενάντια στον εαυτό μου, δεν υπάρχει κάποιος ξένος που μου έχει επιβληθεί. Αντιθέτως, είμαι εγώ που έχω αποδεχθεί το πόσο σημαντικό είναι για μένα να μην κάνω αυτήν την απρέπεια, θυσιάζοντας ακόμα και μια ευχάριστη βραδιά με τους φίλους μου.
Το ζήτημα εδώ είναι πότε εγώ διατηρώ την προσωπικότητά μου και πότε αφομοιώνομαι από τον Άλλον και ουσιαστικά ζω μια ζωή όπως την ορίζει Αυτός (συγγενείς, φίλοι, κοινωνία κτλ.). Θέλοντας και μη, «χτίζω» τη ζωή μου πάνω στα όσα μου «υπαγορεύει» ο Άλλος, είτε δεχόμενος κάποια από αυτά, είτε αρνούμενος άλλα, είτε τροποποιώντας κάποια τρίτα.
Ο καλύτερος τρόπος για να κρίνω πότε είμαι Εγώ και όχι Άλλος είναι όταν καταφέρω να σταθμίσω τη μέχρι τώρα πορεία μου και δω τι από αυτά που έχω κάνει και πρόκειται να προσπαθήσω να κάνω εκφράζουν τους δικούς μου σκοπούς και επιθυμίες και όχι απλώς τις επιθυμίες τρίτων, τις οποίες υιοθέτησα επειδή δεν θέλησα, ούτε θέλω να αντιπαρατεθώ με τον Άλλον. Είναι μια δύσκολη πορεία, αλλά είναι η προτιμότερη.
πηγή: edujob.gr- Μιχάλης Κατσιμίτσης PhD- Ψυχολογία και Προσωπική Αποτελεσματικότητα
(1)«Je est un autre»: φράση του ποιητή Arthur Rimbaud.
Δείτε ακόμη:
👉 Αν νομίζετε ότι οι διαπραγματεύσεις είναι μπλόφα και καυχήματα… Σκεφτείτε το ξανά! (ΚΛΙΚ ΕΔΩ)
👉 Βελτιώσετε τις Δεξιότητες επικοινωνίας (ΚΛΙΚ ΕΔΩ)
👉 Δείτε προτεινόμενα ΑΡΘΡΑ (ΚΛΙΚ ΕΔΩ)
👉 Κατάρτιση και Εξειδίκευση για απαιτητικούς ενδιαφερόμενους (ΚΛΙΚ ΕΔΩ)
👉 Για Λογιστές και όχι μόνο… (ΚΛΙΚ ΕΔΩ)